Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἰδιογνώμων
ἰδιογονία
ἰδιογραφία
ἰδιόγραφος
ἰδιοθάνατος
ἰδιοθανέω
ἰδιοθηρευτικός
ἰδιοθηρία
ἰδιοθρονέω
ἰδιοκρασία
ἰδιόκριτος
ἰδιοκτήμων
ἰδιόκτητος
ἰδιολογέω
ἰδιολογία
ἰδιομήκης
ἰδιόμορφος
ἴδιον
ἰδιοξενία
ἰδιοξενοδόκος
ἰδιόξενος
View word page
ἰδιόκριτος
ἰδῐό-κρῐτος, ον (-κοιτον cod.),= ἰδιόρρυθμος, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἰδιόκριτος
Headword (normalized):
ἰδιόκριτος
Headword (normalized/stripped):
ιδιοκριτος
IDX:
49844
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-49845
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἰδῐό-κρῐτος</span>, <span class="foreign greek">ον </span>(<span class="foreign greek">-κοιτον</span> cod.),= <span class="foreign greek">ἰδιόρρυθμος</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}