Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀμάρτυρος
ἄμαρτυς
ἁμαρτωλή
ἁμαρτωλία
ἁμαρτωλός
ἀμαρυγή
ἀμαρυγκυσία
ἀμάρυγμα
ἀμαρύκαρ
ἀμαρύσσω
ἀμαρύττα
ἀμάσητος
ἀμαστίγωτος
ἀμάστικτος
ἀμάστρευτος
ἁμασυκάς
ἁμάσυκον
ἀμάτα
ἀματαιότης
ἀματίζει
ἁματροχάω
View word page
ἀμαρύττα
ἀμαρύττα· τοὺς ὀφθαλμούς, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀμαρύττα
Headword (normalized):
ἀμαρύττα
Headword (normalized/stripped):
αμαρυττα
IDX:
4982
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-4983
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀμαρύττα·</span> <span class="foreign greek">τοὺς ὀφθαλμούς,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}