Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἴδεδρος
ἰδεῖν
ἰδέν
ἰδέρως
ἴδεσκον
ἴδη1
ἴδη2
ἴδηαι
ἰδιαζόντως
ἰδιάζω
ἰδιαίτερος
ἰδιασμός
ἰδιαστής
ἰδικός
ἰδιοβουλέω
ἰδιογενής
ἰδιόγλωσσος
ἰδιογνωμονέω
ἰδιογνωμέω
ἰδιογνώμων
ἰδιογονία
View word page
ἰδιαίτερος
ἰδῐ-αίτερος, ἰδῐ/-ατος, Comp. and Sup. of ἴδιος (q.v.).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἰδιαίτερος
Headword (normalized):
ἰδιαίτερος
Headword (normalized/stripped):
ιδιαιτερος
IDX:
49825
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-49826
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἰδῐ-αίτερος</span>, <span class="orth greek">ἰδῐ/-ατος</span>, Comp. and Sup. of <span class="foreign greek">ἴδιος</span> (q.v.).</div><br><br>'}