Ἰάς
Ἰάς, άδος, ἡ, Adj. fem. Ionic, στρατιή, ἐσθής, , 5.33 87 ;[γυνή] ; 1.92
A). τῇ Ἰάδι συγγενεία ; 4.61 διάλεκτος Adv. 189.5 , ; 8.1.2 γλῶττα ibid.: as Subst., Hist.Conscr. 16 .
2). the Ionian flower,= ἴον, Fr. 74.2 .[ ῐ, but ῑ in arsi, App.Anth. 2.21 .]