ἱᾰνό-κροκα· λεπτά,
Hsch.: but
ἰανο-κρήδεμνος (sic),
ον, is expld. by
ἰοῖς ὅμοιον τὸ ἐπικράνισμα, Id.;
ὁ στέμμα ἐξ ἴων φορῶν,
Suid. (Prob. compds. of a dialectic form of
ἑανός, wh. (viz.
ἑανός) is glossed
μαλακός,
λεπτός, λαμπρός in Sch.
Il. 18.613 .)
ἰανόφρυς, prob.
A). f.l. for κυαν- , PMich. 11.13 .