Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἰαλία
ἰάλλω
ἰαλτός
Ἰαλυσός
ἴαμα
ἰαμβαυλεῖν
ἰαμβειογράφος
ἰαμβεῖος
ἰαμβειοφάγος
ἰαμβέλεγος
ἰαμβιάζω
ἰαμβίζω
ἰαμβικός
ἰαμβίς
ἰαμβιστής
ἰαμβογράφος
ἰαμβοειδής
ἰαμβοποιέω
ἰαμβοποιός
ἴαμβος
ἰαμβύκη
View word page
ἰαμβιάζω
ἰαμβ-ιάζω,= sq., AP 7.405 ( Phil.).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἰαμβιάζω
Headword (normalized):
ἰαμβιάζω
Headword (normalized/stripped):
ιαμβιαζω
IDX:
49681
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-49682
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἰαμβ-ιάζω</span>,= sq., <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">AP</span> 7.405 </span>(<span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Phil.</span></span>).</div><br><br>'}