Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἰαλεμίζω
ἰαλεμίστρια
ἰάλεμος
ἰαλεμώδης
ἰαλία
ἰάλλω
ἰαλτός
Ἰαλυσός
ἴαμα
ἰαμβαυλεῖν
ἰαμβειογράφος
ἰαμβεῖος
ἰαμβειοφάγος
ἰαμβέλεγος
ἰαμβιάζω
ἰαμβίζω
ἰαμβικός
ἰαμβίς
ἰαμβιστής
ἰαμβογράφος
ἰαμβοειδής
View word page
ἰαμβειογράφος
ἰαμβειογράφος,
A). v. ἰαμβειοφάγος .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἰαμβειογράφος
Headword (normalized):
ἰαμβειογράφος
Headword (normalized/stripped):
ιαμβειογραφος
IDX:
49677
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-49678
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἰαμβειογράφος</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">ἰαμβειοφάγος</span> .</div> </div><br><br>'}