Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

θωρακίς
θωρακισμός
θωρακίτης
θωρακοειδής
θωρακοζώνη
θωρακοποιός
θωρακοπώλης
θωρακοφόρος
θωρηκ
θώραξ
θωρηκοφόρος
θωρηκτής
θώρηξ
θώρηξις
θωρήσσω
θώς
θῶσθαι
θώσσω
θωστήριον
θωτάζω
θωϋκτήρ
View word page
θωρηκοφόρος
θωρηκοφόρος, ον, Ion. for θωρακοφόρος.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
θωρηκοφόρος
Headword (normalized):
θωρηκοφόρος
Headword (normalized/stripped):
θωρηκοφορος
IDX:
49626
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-49627
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">θωρηκοφόρος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, Ion. for <span class="foreign greek">θωρακοφόρος</span>.</div><br><br>'}