Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

θωρακίζω
θωρακικός
θωράκιον
θωρακίς
θωρακισμός
θωρακίτης
θωρακοειδής
θωρακοζώνη
θωρακοποιός
θωρακοπώλης
θωρακοφόρος
θωρηκ
θώραξ
θωρηκοφόρος
θωρηκτής
θώρηξ
θώρηξις
θωρήσσω
θώς
θῶσθαι
θώσσω
View word page
θωρακοφόρος
θωρᾱκο-φόρος, Ion.


ShortDef

wearing a breastplate, a cuirassier

Debugging

Headword:
θωρακοφόρος
Headword (normalized):
θωρακοφόρος
Headword (normalized/stripped):
θωρακοφορος
IDX:
49623
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-49624
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">θωρᾱκο-φόρος</span>, Ion. </div><br><br>'}