Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

θωπεία
θώπευμα
θωπευτικός
θωπεύω
θωπικός
θώπτω
θωρακεῖον
θωρακίζω
θωρακικός
θωράκιον
θωρακίς
θωρακισμός
θωρακίτης
θωρακοειδής
θωρακοζώνη
θωρακοποιός
θωρακοπώλης
θωρακοφόρος
θωρηκ
θώραξ
θωρηκοφόρος
View word page
θωρακίς
θωρᾱκ-ίς,
A). = θώραξ , Gloss.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
θωρακίς
Headword (normalized):
θωρακίς
Headword (normalized/stripped):
θωρακις
IDX:
49616
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-49617
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">θωρᾱκ-ίς</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">θώραξ</span> , <span class="title" style="font-style: italic;">Gloss.</span> </div> </div><br><br>'}