θυστήριον
θυστήριον· ὁρμητήριον, ; but θυστηρίοις· θυμιατηρίοις, θυστήριος, ὁ, epith. of Dionysus, EM 455.31 . θύστης, ου, Dor. θῠ/σι-τας, α, ὁ,
A). sacrificing priest (Cret.), θύστινον· τρίχινον, οἱ δὲ μεσοτριβῆ, Id. θύστρα, τά,= θύματα, SIG 1026.24 (Cos).