Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

θυσίασμα
θυσιαστήριον
θυσιαστήριος
θυσιαστής
θύσιμος
θυσιουργός
θύσις
θύσκα
θυσμικός
θυσπολίαι
θυσσανόεις
θυσσάς
θύσσομαι
θυστάς
θυστήριον
θυτεῖον
θυτέον
θυτήρ
θυτήριον
θύτης
θυτικός
View word page
θυσσανόεις
θυσσᾰνόεις, Ep. for θυσαν-.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
θυσσανόεις
Headword (normalized):
θυσσανόεις
Headword (normalized/stripped):
θυσσανοεις
IDX:
49570
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-49571
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">θυσσᾰνόεις</span>, Ep. for <span class="foreign greek">θυσαν-</span>.</div><br><br>'}