Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

θυσιάς
θυσίασμα
θυσιαστήριον
θυσιαστήριος
θυσιαστής
θύσιμος
θυσιουργός
θύσις
θύσκα
θυσμικός
θυσπολίαι
θυσσανόεις
θυσσάς
θύσσομαι
θυστάς
θυστήριον
θυτεῖον
θυτέον
θυτήρ
θυτήριον
θύτης
View word page
θυσπολίαι
θυσπολίαι· θυηπολίαι, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
θυσπολίαι
Headword (normalized):
θυσπολίαι
Headword (normalized/stripped):
θυσπολιαι
IDX:
49569
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-49570
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">θυσπολίαι·</span> <span class="foreign greek">θυηπολίαι</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}