Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

θυροιγός
θυροκιγκλίδες
θυροκοπέω
θυροκοπία
θυροκοπικός
θυρόκοπος
θυροκρουστία
θυρουρός
θυροπηγία
θυροποιός
θυρουλλεῖν
θυροφύλαξ
θυρόω
θυρσάζω
θυρσάριον
θυρσεχθής
θυρσίαμβος
θυρσίνη
θύρσιον
θυρσίτης
θυρσίων
View word page
θυρουλλεῖν
θυρουλλεῖν, written for θυραυλεῖν, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
θυρουλλεῖν
Headword (normalized):
θυρουλλεῖν
Headword (normalized/stripped):
θυρουλλειν
IDX:
49516
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-49517
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">θυρουλλεῖν</span>, written for <span class="foreign greek">θυραυλεῖν</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}