Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

θυριώτης
θυρξεύς
θυροειδής
θυροιγός
θυροκιγκλίδες
θυροκοπέω
θυροκοπία
θυροκοπικός
θυρόκοπος
θυροκρουστία
θυρουρός
θυροπηγία
θυροποιός
θυρουλλεῖν
θυροφύλαξ
θυρόω
θυρσάζω
θυρσάριον
θυρσεχθής
θυρσίαμβος
θυρσίνη
View word page
θυρουρός
θυρουρός, ,
A). v. θυρωρός .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
θυρουρός
Headword (normalized):
θυρουρός
Headword (normalized/stripped):
θυρουρος
IDX:
49513
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-49514
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">θυρουρός</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">θυρωρός</span> .</div> </div><br><br>'}