Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἁμαξουργός
ἁμαξοφόρητος
ἆμαρ
ἀμάρα
ἀμαράκιν
ἀμάρακον
ἀμαρανθίς
ἀμαράντινος
ἀμάραντος
ἀμαράσαι
ἄμαργος
ἀμαρεῖν
ἀμάρευμα
ἀμαρεύω
ἀμαρήιος
ἀμαρησκαπτήρ
ἁμαρθρῖτις
Ἀμάριος
ἁμαρτάνω
ἁμαρτάς
ἁμαρτέω
View word page
ἄμαργος
ἄμαργος, ον,
A). = ἄπληστος , Id. s.v. ἄβαρτος.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἄμαργος
Headword (normalized):
ἄμαργος
Headword (normalized/stripped):
αμαργος
IDX:
4950
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-4951
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἄμαργος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">ἄπληστος</span> , Id. s.v. <span class="ref greek">ἄβαρτος.</span> </div> </div><br><br>'}