Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

θυρίδιον
θυριδόω
θυριδωτός
θυριοβόλος
θύριον
θυρίς
θυριώτης
θυρξεύς
θυροειδής
θυροιγός
θυροκιγκλίδες
θυροκοπέω
θυροκοπία
θυροκοπικός
θυρόκοπος
θυροκρουστία
θυρουρός
θυροπηγία
θυροποιός
θυρουλλεῖν
θυροφύλαξ
View word page
θυροκιγκλίδες
θῠροκιγκλίδες, ίδων, αἱ,
A). latticed doors, IG 22.1672.168 .


ShortDef

latticed doors

Debugging

Headword:
θυροκιγκλίδες
Headword (normalized):
θυροκιγκλίδες
Headword (normalized/stripped):
θυροκιγκλιδες
IDX:
49507
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-49508
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">θῠροκιγκλίδες</span>, <span class="itype greek">ίδων</span>, <span class="gen greek">αἱ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">latticed doors,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">IG</span> 22.1672.168 </span>.</div> </div><br><br>'}