Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

θυρετρικός
θυρευτής
θύρη
θυρηβόλιον
θυρηβόλος
θύρηφι
θυριδεύς
θυρίδιον
θυριδόω
θυριδωτός
θυριοβόλος
θύριον
θυρίς
θυριώτης
θυρξεύς
θυροειδής
θυροιγός
θυροκιγκλίδες
θυροκοπέω
θυροκοπία
θυροκοπικός
View word page
θυριοβόλος
θῠριοβόλος, , dub. sens. in Cat.Cod.Astr. 8(4).126 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
θυριοβόλος
Headword (normalized):
θυριοβόλος
Headword (normalized/stripped):
θυριοβολος
IDX:
49500
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-49501
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">θῠριοβόλος</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, dub. sens. in <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">Cat.Cod.Astr.</span> 8(4).126 </span>.</div><br><br>'}