Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἁμαξουργία
ἁμαξουργός
ἁμαξοφόρητος
ἆμαρ
ἀμάρα
ἀμαράκιν
ἀμάρακον
ἀμαρανθίς
ἀμαράντινος
ἀμάραντος
ἀμαράσαι
ἄμαργος
ἀμαρεῖν
ἀμάρευμα
ἀμαρεύω
ἀμαρήιος
ἀμαρησκαπτήρ
ἁμαρθρῖτις
Ἀμάριος
ἁμαρτάνω
ἁμαρτάς
View word page
ἀμαράσαι
ἀμαράσαι· αἱ σῦς, οἱ δὲ κύνες, Hsch.; cf. μαράσαι.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀμαράσαι
Headword (normalized):
ἀμαράσαι
Headword (normalized/stripped):
αμαρασαι
IDX:
4949
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-4950
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀμαράσαι·</span> <span class="foreign greek">αἱ σῦς, οἱ δὲ κύνες,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span></span>; cf. <span class="foreign greek">μαράσαι.</span> </div><br><br>'}