Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

θυρεόω
θυρεπανοίκτης
θύρετρα
θυρετρικός
θυρευτής
θύρη
θυρηβόλιον
θυρηβόλος
θύρηφι
θυριδεύς
θυρίδιον
θυριδόω
θυριδωτός
θυριοβόλος
θύριον
θυρίς
θυριώτης
θυρξεύς
θυροειδής
θυροιγός
θυροκιγκλίδες
View word page
θυρίδιον
θῠρίδιον, τό, Dim. of θύρα, Gp. 15.6.2 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
θυρίδιον
Headword (normalized):
θυρίδιον
Headword (normalized/stripped):
θυριδιον
IDX:
49497
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-49498
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">θῠρίδιον</span>, <span class="gen greek">τό</span>, Dim. of <span class="foreign greek">θύρα</span>, <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">Gp.</span> 15.6.2 </span>.</div><br><br>'}