Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
θυρεός
θυρεοφορέω
θυρεόφορος
θυρεόω
θυρεπανοίκτης
θύρετρα
θυρετρικός
θυρευτής
θύρη
θυρηβόλιον
θυρηβόλος
θύρηφι
θυριδεύς
θυρίδιον
θυριδόω
θυριδωτός
θυριοβόλος
θύριον
θυρίς
θυριώτης
θυρξεύς
View word page
θυρηβόλος
θῠρη-βόλος·
τέκτων
,
Suid.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
θυρηβόλος
Headword (normalized):
θυρηβόλος
Headword (normalized/stripped):
θυρηβολος
IDX:
49494
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-49495
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">θῠρη-βόλος·</span> <span class="foreign greek">τέκτων</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Suid.</span> </span> </div><br><br>'}