Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

θυρεοειδής
θυρεοκοιλίτης
θυρεός
θυρεοφορέω
θυρεόφορος
θυρεόω
θυρεπανοίκτης
θύρετρα
θυρετρικός
θυρευτής
θύρη
θυρηβόλιον
θυρηβόλος
θύρηφι
θυριδεύς
θυρίδιον
θυριδόω
θυριδωτός
θυριοβόλος
θύριον
θυρίς
View word page
θύρη
θύρη, θύρηθι, Ion. and Ep. for θύρα, θύραθι.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
θύρη
Headword (normalized):
θύρη
Headword (normalized/stripped):
θυρη
IDX:
49492
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-49493
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">θύρη</span>, <span class="orth greek">θύρηθι</span>, Ion. and Ep. for <span class="foreign greek">θύρα, θύραθι</span>.</div><br><br>'}