ἀμάραντος
ἀμάραντος [ᾰμᾰ],(μαραίνω)
A). unfading, λειμών Dom. 9 : metaph., σοφία Wi. 6.12 ; κληρονομία 1 Ep.Pet. 1.4 , cf. CIG 2942c (Tralles); πνεῦμα prob. in IPE 2.286 (Panticapaeum): neut. pl. as Adv., Im. 1.9 .