Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

θυραυλέω
θυραυλία
θύραυλος
θυραωρός
θυργανᾶν
θύρδα
θυρεαμαχία
θυρέασπις
θυρεατικοὶ
θυρεαφόρος
θύρεθρα
θυρεοειδής
θυρεοκοιλίτης
θυρεός
θυρεοφορέω
θυρεόφορος
θυρεόω
θυρεπανοίκτης
θύρετρα
θυρετρικός
θυρευτής
View word page
θύρεθρα
θύρεθρα: θύραι, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
θύρεθρα
Headword (normalized):
θύρεθρα
Headword (normalized/stripped):
θυρεθρα
IDX:
49481
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-49482
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">θύρεθρα</span>: <span class="foreign greek">θύραι</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}