Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

θύραθι
θυραῖος
θυραμάχος
θυρανοίκτης
θύραξ
θύρασι
θυραυλέω
θυραυλία
θύραυλος
θυραωρός
θυργανᾶν
θύρδα
θυρεαμαχία
θυρέασπις
θυρεατικοὶ
θυρεαφόρος
θύρεθρα
θυρεοειδής
θυρεοκοιλίτης
θυρεός
θυρεοφορέω
View word page
θυργανᾶν
θυργανᾶν: κρίνειν (fort. θρυγανᾶν: κρούειν), Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
θυργανᾶν
Headword (normalized):
θυργανᾶν
Headword (normalized/stripped):
θυργαναν
IDX:
49475
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-49476
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">θυργανᾶν</span>: <span class="foreign greek">κρίνειν</span> (fort. <span class="foreign greek">θρυγανᾶν</span>: <span class="foreign greek">κρούειν</span>), <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}