Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
θύον
θύος
θυοσκέω
θυοσκόος
θυοσκοπία
θυοσκόπος
θυόω
θύπτης
θύρα
θυραβάθρα
θυράγματα
θύραζε
θυράζω
θύραθεν
θύραθι
θυραῖος
θυραμάχος
θυρανοίκτης
θύραξ
θύρασι
θυραυλέω
View word page
θυράγματα
θῠράγματα
,
τά
, (θυράζὦἀφοδεύματα
,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
θυράγματα
Headword (normalized):
θυράγματα
Headword (normalized/stripped):
θυραγματα
IDX:
49461
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-49462
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">θῠράγματα</span>, <span class="gen greek">τά</span> <span class="foreign greek">, (θυράζὦἀφοδεύματα</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}