Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

θυοδόκος
θυόεις
θυοκόχθεις
θύον
θύος
θυοσκέω
θυοσκόος
θυοσκοπία
θυοσκόπος
θυόω
θύπτης
θύρα
θυραβάθρα
θυράγματα
θύραζε
θυράζω
θύραθεν
θύραθι
θυραῖος
θυραμάχος
θυρανοίκτης
View word page
θύπτης
θύπτης: ὁ τυρός, Hsch.; cf. χθύπτης.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
θύπτης
Headword (normalized):
θύπτης
Headword (normalized/stripped):
θυπτης
IDX:
49458
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-49459
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">θύπτης</span>: <span class="foreign greek">ὁ τυρός</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span></span>; cf. <span class="foreign greek">χθύπτης</span>.</div><br><br>'}