Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

θύννος
θυννοσκοπεῖον
θυννοσκοπέω
θυννοσκοπία
θυννόσκοπος
θυννώδης
θῦνος
θύνω
θυοδόκος
θυόεις
θυοκόχθεις
θύον
θύος
θυοσκέω
θυοσκόος
θυοσκοπία
θυοσκόπος
θυόω
θύπτης
θύρα
θυραβάθρα
View word page
θυοκόχθεις
θυοκόχθεις: μάντεις, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
θυοκόχθεις
Headword (normalized):
θυοκόχθεις
Headword (normalized/stripped):
θυοκοχθεις
IDX:
49450
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-49451
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">θυοκόχθεις</span>: <span class="foreign greek">μάντεις</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}