Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
θυναρμόστρια
θυνάσαι
θυνέω
θύννα
θυννάζω
θυνναῖος
θύνναξ
θυννάς
θύννειος
θυννευτικός
θυννίζω
θυννίς
θυννίτης
θυννοθήρας
θυννοκέφαλος
θυννολογέω
θύννος
θυννοσκοπεῖον
θυννοσκοπέω
θυννοσκοπία
θυννόσκοπος
View word page
θυννίζω
θυνν-ίζω
,=
θυννάζω
,
Suid.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
θυννίζω
Headword (normalized):
θυννίζω
Headword (normalized/stripped):
θυννιζω
IDX:
49434
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-49435
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">θυνν-ίζω</span>,= <span class="foreign greek">θυννάζω</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Suid.</span> </span> </div><br><br>'}