Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἁμαξοπηγέω
ἁμαξοπηγία
ἁμαξοπηγός
ἁμαξοπληθής
ἁμαξόποδες
ἁμαξοποιός
ἁμαξοτροχιά
ἁμαξουργία
ἁμαξουργός
ἁμαξοφόρητος
ἆμαρ
ἀμάρα
ἀμαράκιν
ἀμάρακον
ἀμαρανθίς
ἀμαράντινος
ἀμάραντος
ἀμαράσαι
ἄμαργος
ἀμαρεῖν
ἀμάρευμα
View word page
ἆμαρ
ἆμαρ
,
ατος
,
τό
, Dor. for
ἦμαρ.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἆμαρ
Headword (normalized):
ἆμαρ
Headword (normalized/stripped):
αμαρ
IDX:
4942
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-4943
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἆμαρ</span>, <span class="itype greek">ατος</span>, <span class="gen greek">τό</span>, Dor. for <span class="foreign greek">ἦμαρ.</span> </div><br><br>'}