Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

θυμοφθόρος
θυμοφονέω
θυμοφόρος
θυμοχεύων
θυμόω
θυμώδης
θυμώδης
θύμωμα
θύμωσις
θυναρμόστρια
θυνάσαι
θυνέω
θύννα
θυννάζω
θυνναῖος
θύνναξ
θυννάς
θύννειος
θυννευτικός
θυννίζω
θυννίς
View word page
θυνάσαι
θυνάσαι· ἀπολαῦσαι, ἐνθουσιάσαι, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
θυνάσαι
Headword (normalized):
θυνάσαι
Headword (normalized/stripped):
θυνασαι
IDX:
49425
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-49426
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">θυνάσαι·</span> <span class="foreign greek">ἀπολαῦσαι, ἐνθουσιάσαι</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}