Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

θυμολέων
θυμολιπής
θυμόμαντις
θυμομαχέω
θυμομαχία
θύμον
θυμοξάλμη
θυμοπληθής
θυμοποιέω
θυμοραϊστής
θύμος
θύμος
θυμός
θυμοσοφικός
θυμόσοφος
θυμοφθορέω
θυμοφθόρος
θυμοφονέω
θυμοφόρος
θυμοχεύων
θυμόω
View word page
θύμος
θύμος (A), ,
A). v. θύμον .


ShortDef

thyme
warty excrescence

Debugging

Headword:
θύμος
Headword (normalized):
θύμος
Headword (normalized/stripped):
θυμος
IDX:
49409
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-49410
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">θύμος</span> (A), <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">θύμον</span> .</div> </div><br><br>'}