Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

θύμιον
θυμίτης
θυμοβαρής
θυμοβορέω
θυμοβόρος
θυμοδακής
θυμοειδής
θυμόεις
θυμοκατοχέω
θυμοκάτοχος
θυμολέαινα
θυμολεοντοφθόρος
θυμολέων
θυμολιπής
θυμόμαντις
θυμομαχέω
θυμομαχία
θύμον
θυμοξάλμη
θυμοπληθής
θυμοποιέω
View word page
θυμολέαινα
θῡμο-λέαινα, , fem. of θυμολέων, AP 5.299 (Paul. Sil.).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
θυμολέαινα
Headword (normalized):
θυμολέαινα
Headword (normalized/stripped):
θυμολεαινα
IDX:
49397
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-49398
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">θῡμο-λέαινα</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, fem. of <span class="foreign greek">θυμολέων</span>, <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">AP</span> 5.299 </span> (Paul. Sil.).</div><br><br>'}