Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἁμαξῖτις
ἁμαξιτός
ἁμαξόβιος
ἁμαξοειδῶς
ἁμάξοικος
ἁμαξοκυλιστής
ἁμαξοπηγέω
ἁμαξοπηγία
ἁμαξοπηγός
ἁμαξοπληθής
ἁμαξόποδες
ἁμαξοποιός
ἁμαξοτροχιά
ἁμαξουργία
ἁμαξουργός
ἁμαξοφόρητος
ἆμαρ
ἀμάρα
ἀμαράκιν
ἀμάρακον
ἀμαρανθίς
View word page
ἁμαξόποδες
ἁμαξό-ποδες, οἱ,
A). = ἁμαξήποδες , Vitr. 10.14.1 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἁμαξόποδες
Headword (normalized):
ἁμαξόποδες
Headword (normalized/stripped):
αμαξοποδες
IDX:
4936
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-4937
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἁμαξό-ποδες</span>, <span class="gen greek">οἱ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">ἁμαξήποδες</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Vitr.</span> 10.14.1 </span>.</div> </div><br><br>'}