θύλακος
θύλᾰκος [ῡ],,
A). sack, esp. to carry meal in, ; 3.46 ἄλφιτ’ οὐκ ἔνεστιν ἐν τῷ θυλάκῳ Pl. 763 ; θ. δορκαδέων ἀστραγάλων PCair.Zen. 69.18 (iii B.C.); δερῶ σε θύλακον I'll make a bag of your skin, Eq. 370 ; contemptuous word for a garment, ὁ Τηλαύγους θ. prob. in : metaph., of a person, 42 θ. τις λόγων 'wind-bag', Tht. 161a ; τῇ χειρὶ δεῖν σπείρειν, ἀλλὰ μὴ ὅλῳ τῷ θ. ap. . 2.348a