Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

θυελλίζω
θυελλόπους
θυελλοτόκος
θυελλοφορέομαι
θυελλώδης
Θυέστειος
θυέστης
θύεστον
θυευτός
θυήεις
θυηκόος
θυηλέομαι
θυηλή
θυήλημα
θύημα
θυηπολέω
θυηπολία
θυηπολικός
θυηπόλιον
θυηπόλος
θύ[η]σις
View word page
θυηκόος
θῠ-ηκόος, ,= θυοσκόος, Hsch.; cf. θυηχόος.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
θυηκόος
Headword (normalized):
θυηκόος
Headword (normalized/stripped):
θυηκοος
IDX:
49289
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-49290
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">θῠ-ηκόος</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>,= <span class="foreign greek">θυοσκόος</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span></span>; cf. <span class="foreign greek">θυηχόος</span>.</div><br><br>'}