Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

θυέλλειος
θυελλήεις
θυελλίζω
θυελλόπους
θυελλοτόκος
θυελλοφορέομαι
θυελλώδης
Θυέστειος
θυέστης
θύεστον
θυευτός
θυήεις
θυηκόος
θυηλέομαι
θυηλή
θυήλημα
θύημα
θυηπολέω
θυηπολία
θυηπολικός
θυηπόλιον
View word page
θυευτός
θυ-ευτός· ὁ ἐξ ὄμβρων ποταμός, dub. l. in Theognost. Can. 20 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
θυευτός
Headword (normalized):
θυευτός
Headword (normalized/stripped):
θυευτος
IDX:
49287
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-49288
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">θυ-ευτός·</span> <span class="foreign greek">ὁ ἐξ ὄμβρων ποταμός</span>, dub. l. in <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Theognost.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Can.</span> 20 </span>.</div><br><br>'}