Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

θυγατροθετέω
θυγατρομιξία
θυγατροποιία
θυγατροποιός
θυγατρότεκνον
θυεία
θυείδιον
θύελλα
θυέλλειος
θυελλήεις
θυελλίζω
θυελλόπους
θυελλοτόκος
θυελλοφορέομαι
θυελλώδης
Θυέστειος
θυέστης
θύεστον
θυευτός
θυήεις
θυηκόος
View word page
θυελλίζω
θυελλ-ίζω, pf. part. Pass. -ισμένον (-θυλλιαμένον cod.)· τεταραγμένον, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
θυελλίζω
Headword (normalized):
θυελλίζω
Headword (normalized/stripped):
θυελλιζω
IDX:
49279
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-49280
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">θυελλ-ίζω</span>, pf. part. Pass. <span class="foreign greek">-ισμένον </span>(<span class="foreign greek">-θυλλιαμένον</span> cod.)<span class="foreign greek">· τεταραγμένον</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}