Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

θυγατρόγαμος
θυγατρογόνος
θυγατροθετέω
θυγατρομιξία
θυγατροποιία
θυγατροποιός
θυγατρότεκνον
θυεία
θυείδιον
θύελλα
θυέλλειος
θυελλήεις
θυελλίζω
θυελλόπους
θυελλοτόκος
θυελλοφορέομαι
θυελλώδης
Θυέστειος
θυέστης
θύεστον
θυευτός
View word page
θυέλλειος
θυέλλ-ειος, α, ον,= sq., στροφάλιγγες Orac. ap. Suid.
A). s.v. Ἰουλιανός .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
θυέλλειος
Headword (normalized):
θυέλλειος
Headword (normalized/stripped):
θυελλειος
IDX:
49277
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-49278
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">θυέλλ-ειος</span>, <span class="itype greek">α</span>, <span class="itype greek">ον</span>,= sq., <span class="foreign greek">στροφάλιγγες</span> Orac. ap. Suid.<div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> s.v. <span class="ref greek">Ἰουλιανός</span> .</div> </div><br><br>'}