Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

Θυβριάς
θυγατερεΐς
θυγάτηρ
θυγατριδῆ
θυγατριδοῦς
θυγατρίζω
θυγάτριον
θυγατρόγαμος
θυγατρογόνος
θυγατροθετέω
θυγατρομιξία
θυγατροποιία
θυγατροποιός
θυγατρότεκνον
θυεία
θυείδιον
θύελλα
θυέλλειος
θυελλήεις
θυελλίζω
θυελλόπους
View word page
θυγατρομιξία
θῠγατρο-μιξία, ,
A). incest with a daughter, POxy. 237 vii 26 (ii A.D.).


ShortDef

incest with a daughter

Debugging

Headword:
θυγατρομιξία
Headword (normalized):
θυγατρομιξία
Headword (normalized/stripped):
θυγατρομιξια
IDX:
49270
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-49271
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">θῠγατρο-μιξία</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">incest with a daughter,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">POxy.</span> 237 vii 26 </span> (ii A.D.).</div> </div><br><br>'}