Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἁμαξηλατέω
ἁμαξηλάτης
ἁμαξήλατος
ἁμαξήποδες
ἁμαξήρης
ἁμαξιαῖος
ἁμαξικός
ἁμάξιον
ἁμαξίς
ἁμαξίτης
ἁμαξῖτις
ἁμαξιτός
ἁμαξόβιος
ἁμαξοειδῶς
ἁμάξοικος
ἁμαξοκυλιστής
ἁμαξοπηγέω
ἁμαξοπηγία
ἁμαξοπηγός
ἁμαξοπληθής
ἁμαξόποδες
View word page
ἁμαξῖτις
ἁμαξ-ῖτις
,
ἡ
,
A).
=
ἄγρωστις
, Ps.-
Dsc.
4.29
.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἁμαξῖτις
Headword (normalized):
ἁμαξῖτις
Headword (normalized/stripped):
αμαξιτις
IDX:
4926
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-4927
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἁμαξ-ῖτις</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">ἄγρωστις</span> , Ps.-<span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Dsc.</span> 4.29 </span>.</div> </div><br><br>'}