Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

θυάλημα
θυανία
θύανον
θυώνην
θύαρος
θυά<ρ>παξ
θυάς
θυαφόρος
θυάω
Θυβριάς
θυγατερεΐς
θυγάτηρ
θυγατριδῆ
θυγατριδοῦς
θυγατρίζω
θυγάτριον
θυγατρόγαμος
θυγατρογόνος
θυγατροθετέω
θυγατρομιξία
θυγατροποιία
View word page
θυγατερεΐς
θῠγᾰτερεΐς, ίδος, ,= θυγατριδῆ, Inscr.Magn. 196.9 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
θυγατερεΐς
Headword (normalized):
θυγατερεΐς
Headword (normalized/stripped):
θυγατερεις
IDX:
49261
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-49262
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">θῠγᾰτερεΐς</span>, <span class="itype greek">ίδος</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>,= <span class="foreign greek">θυγατριδῆ</span>, <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">Inscr.Magn.</span> 196.9 </span>.</div><br><br>'}