Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

θυάκτας
θυάλημα
θυανία
θύανον
θυώνην
θύαρος
θυά<ρ>παξ
θυάς
θυαφόρος
θυάω
Θυβριάς
θυγατερεΐς
θυγάτηρ
θυγατριδῆ
θυγατριδοῦς
θυγατρίζω
θυγάτριον
θυγατρόγαμος
θυγατρογόνος
θυγατροθετέω
θυγατρομιξία
View word page
Θυβριάς
Θυβριάς, άδος, ,= Θυμβριάς, IG 14.1389i1 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
Θυβριάς
Headword (normalized):
θυβριάς
Headword (normalized/stripped):
θυβριας
IDX:
49260
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-49261
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">Θυβριάς</span>, <span class="itype greek">άδος</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>,= <span class="foreign greek">Θυμβριάς</span>, <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">IG</span> 14.1389i1 </span>.</div><br><br>'}