Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

θρῶναξ
θρῶσις
θρῴσκω
θρωσμός
θρώσσει
θύα
θυάκτας
θυάλημα
θυανία
θύανον
θυώνην
θύαρος
θυά<ρ>παξ
θυάς
θυαφόρος
θυάω
Θυβριάς
θυγατερεΐς
θυγάτηρ
θυγατριδῆ
θυγατριδοῦς
View word page
θυώνην
θυώνην (q. v.), ἐστὶ δὲ πέμμα ἀντὶ βοός, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
θυώνην
Headword (normalized):
θυώνην
Headword (normalized/stripped):
θυωνην
IDX:
49254
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-49255
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">θυώνην</span> (q. v.), <span class="foreign greek">ἐστὶ δὲ πέμμα ἀντὶ βοός</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}