Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

θρυώδης
θρῶναξ
θρῶσις
θρῴσκω
θρωσμός
θρώσσει
θύα
θυάκτας
θυάλημα
θυανία
θύανον
θυώνην
θύαρος
θυά<ρ>παξ
θυάς
θυαφόρος
θυάω
Θυβριάς
θυγατερεΐς
θυγάτηρ
θυγατριδῆ
View word page
θύανον
θύανον· τὴν


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
θύανον
Headword (normalized):
θύανον
Headword (normalized/stripped):
θυανον
IDX:
49253
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-49254
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">θύανον·</span> <span class="foreign greek">τὴν</span> </div><br><br>'}