Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

θρυσέλινον
θρύσιος
θρύψις
θρύψιχος
θρυψίχρως
θρυώδης
θρῶναξ
θρῶσις
θρῴσκω
θρωσμός
θρώσσει
θύα
θυάκτας
θυάλημα
θυανία
θύανον
θυώνην
θύαρος
θυά<ρ>παξ
θυάς
θυαφόρος
View word page
θρώσσει
θρώσσει· γεννᾷ, φοβεῖται, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
θρώσσει
Headword (normalized):
θρώσσει
Headword (normalized/stripped):
θρωσσει
IDX:
49248
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-49249
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">θρώσσει·</span> <span class="foreign greek">γεννᾷ, φοβεῖται</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}