θρυπτικός
θρυπτικός, ή, όν,
A). able to break or crush, λίθων , cf. 1.121 . 8.409
II). Pass., easily broken: metaph., delicate, effeminate, Cyr. 8.8.15 ( Comp.), Mem. 1.2.5 ; σώματα cj. in ; 10.2 θ. τι προσφθέγγεσθαι . Adv. 51.12 -κῶς NA 2.11 , . 6.185