Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
θρυμματίς
θρυμνεύεται
θρυόεις
θρυοκάλαμος
θρυοκοπέω
θρυοκοπία
θρύον
θρυοπώλης
θρυοπώλιον
θρυοτίλλω
θρύπτακον
θρυπτέον
θρυπτικός
θρύπτω
θρυσέλινον
θρύσιος
θρύψις
θρύψιχος
θρυψίχρως
θρυώδης
θρῶναξ
View word page
θρύπτακον
θρύπτακον·
κλάσμα ἄρτου
(Cret.),
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
θρύπτακον
Headword (normalized):
θρύπτακον
Headword (normalized/stripped):
θρυπτακον
IDX:
49234
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-49235
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">θρύπτακον·</span> <span class="foreign greek">κλάσμα ἄρτου</span> (Cret.), <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}