Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

θρονίς
θρονισμός
θρονιστής
θρονιτικός
θρονίτις
θρόνον
θρονοποιός
θρόνος
θρόνωσις
θρόος
θροσέως
θρυαλλίδιον
θρυαλλίς
θρύαλλον
θρυαρίς
θρύβω
θρυγονάω
θρύϊνος
θρυῖτις
θρυλέω
θρύλημα
View word page
θροσέως
θροσέως,
A). v. θρασύς .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
θροσέως
Headword (normalized):
θροσέως
Headword (normalized/stripped):
θροσεως
IDX:
49204
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-49205
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">θροσέως</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">θρασύς</span> .</div> </div><br><br>'}