Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

θρομβόομαι
θρόμβος
θρομβώδης
θρόμβωσις
θρονίζομαι
θρόνιον
θρονίς
θρονισμός
θρονιστής
θρονιτικός
θρονίτις
θρόνον
θρονοποιός
θρόνος
θρόνωσις
θρόος
θροσέως
θρυαλλίδιον
θρυαλλίς
θρύαλλον
θρυαρίς
View word page
θρονίτις
θρονίτις· πρώτιστος, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
θρονίτις
Headword (normalized):
θρονίτις
Headword (normalized/stripped):
θρονιτις
IDX:
49198
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-49199
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">θρονίτις·</span> <span class="foreign greek">πρώτιστος</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}